δυσαναπειστος

δυσαναπειστος
    δυσανάπειστος
    δυσ-ανάπειστος
    2
    с трудом поддающийся убеждению, упорствующий в своем мнении Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "δυσαναπειστος" в других словарях:

  • δυσανάπειστος — δυσανάπειστος, ον (Α) που δύσκολα αναπείθεται, που δεν αλλάζει γνώμη εύκολα …   Dictionary of Greek

  • δυσαναπείστως — δυσανάπειστος hard to convince adverbial δυσανάπειστος hard to convince masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσανάπειστον — δυσανάπειστος hard to convince masc/fem acc sg δυσανάπειστος hard to convince neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»